- λονδίνιος
- -α, -ο, θηλ. και -ος [Λονδίνο]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λονδίνο, πρωτεύουσα τής Αγγλίας, ή αυτός που προέρχεται από το Λονδίνο («λονδίνιος συνθήκη»)2. φρ. «λονδίνια βαθμίδα» ή «λονδίνιος βαθμίδα» — η νεώτερη βαθμίδα τής παλαιοηώκαινης υποδιάπλασης, που παρουσιάζεται ιδίως στην Αγγλία.
Dictionary of Greek. 2013.